- διχοτομώ
- διχοτομώ, διχοτόμησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
διχοτομώ — (AM διχοτομῶ, έω) χωρίζω σε δύο ίσα μέρη αρχ. μσν. τιμωρώ αυστηρότατα μσν. κόβω στα δύο, σπαράσσω αρχ. διαιρώ σε δύο κατηγορίες … Dictionary of Greek
διχοτομώ — διχοτόμησα, διχοτομήθηκα, διχοτομημένος, διαιρώ σε δύο μέρη: Η Κύπρος διχοτομήθηκε το 1974 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διχοτομῶ — διχοτομέω cut in twain pres subj act 1st sg (attic epic doric) διχοτομέω cut in twain pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοτόμῳ — διχότομος masc/fem/neut dat sg διχοτόμος cutting in two masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδιασχίζω — ΜΑ διχοτομώ κάτι από κοινού με άλλον ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διασχίζω «τέμνω, διχοτομώ»] … Dictionary of Greek
αδιχοτόμητος — η, ο (Μ ἀδιχοτόμητος, ον) [διχοτομῶ] αυτός που δεν διχοτομήθηκε ή δεν μπορεί να διχοτομηθεί … Dictionary of Greek
διασχίζω — (AM διασχίζω) 1. διχοτομώ, διατέμνω 2. σχίζω ή διαπερνώ σ όλη την έκταση νεοελλ. διατρέχω απ άκρου σ άκρο («διέσχισε το πλήθος», «ο Δούναβις διασχίζει την Κεντρική Ευρώπη») αρχ. μέσ. 1. (για στρατιώτες) χωρίζομαι, ξεκόβω από την ομάδα 2.… … Dictionary of Greek
διατέμνω — (AM διατέμνω) διχοτομώ, χωρίζω σε δύο μέρη νεοελλ. (η μτχ. θηλ. ως ουσ.) (γεωμ.) η διατέμνουσα η τέμνουσα* αρχ. 1. κατακόπτω 2. ανοίγω δίοδο 3. καταστρέφω την υπάρχουσα ενότητα, σπείρω διχόνοια … Dictionary of Greek
δυάζω — (AM δυάζω) 1. διαιρώ στα δύο, διχοτομώ 2. εμφανίζω κάτι με δύο μορφές 3. μέσ. δυάζομαι διχάζομαι, αποδέχομαι δύο αντίθετες θεωρίες, επαμφοτερίζω μσν. 1. παρουσιάζω κάτι διπλό, σε ζεύγος 2. παθ. γίνομαι διπλός, ζευγαρώνομαι 3. είμαι διπλός αρχ. 1 … Dictionary of Greek
ημισιάζω — ἡμισιάζω και ἡμισειάζω (Α) [ήμισυς] διαιρώ κάτι σε δύο ίσα μέρη, διχοτομώ, μεσιάζω … Dictionary of Greek